- κλιμακοφόρος
- κλιμακοφόροςbearing a laddermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλιμακοφόρος — ο (AM κλιμακοφόρος και κλιμακηφόρος, ον) αυτός που έχει ή κρατάει κλίμακες («ἐπακολουθούντων... κλιμακοφόρων δι ὧν ἔμελλε τὴν τειχομαχίαν ποιεῑσθαι», Διόδ.) νεοελλ. φρ. «κλιμακοφόρος χώρος» το κλιμακοστάσιο αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «κλιμακηφόρος ὁ… … Dictionary of Greek
κλιμακοφόροι — κλιμακοφόρος bearing a ladder masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακοφόροις — κλιμακοφόρος bearing a ladder masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακοφόρων — κλιμακοφόρος bearing a ladder masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακηφόρος — κλιμακηφόρος, ον (Α) βλ. κλιμακοφόρος … Dictionary of Greek